- αλληλοτρώγομαι
- αλληλοτρώγομαι και αλληλοφαγώνομαι -ώθηκα, τρώγομαι (διαφωνώ, φιλονικώ κτλ.) αμοιβαία με άλλον ή άλλους: Είναι στενοί συγγενείς, αλλά αλληλοτρώγονται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.